-
1 λεπτότητα
[-ης (-ητος)] η1) тонкость; 2) перен. тонкость, изысканность, утончённость; изощрённость; 3) нежность, хрупкость, слабость; 4) такт, тактичность, деликатность;έλλειψη λεπτότητας — отсутствие такта
-
2 λεπτότητα
λεπτότηςthinness: fem acc sg -
3 λεπτότητα
[лэптотита] ουσ. Θ. тонкость, деликатностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λεπτότητα
-
4 λεπτότητα
[лэптотита] ουσ θ тонкость, деликатность. -
5 λεπτότητα
incelik, zerafet, nezaket -
6 λεπτότητα
1) delicacy2) subtletyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λεπτότητα
-
7 incelik
λεπτότητα, (nezaket) ευγένεια, χάρη -
8 zerafet
λεπτότητα, αβρότητα, χάρη -
9 subtlety
λεπτότητα -
10 деликатно
-
11 такт
I такт I м (деликатность) η λεπτότητα, το τακτ II такт II м (ритм) о ρυθμός, о χρόνος; в \такт με ρυθμό* * *I м( деликатность) η λεπτότητα, το τακτII м( ритм) ο ρυθμός, ο χρόνος -
12 изощрённость
-и θ.λεπτότητα, οξύτητα, εκλέπτυνση•изощрённость умо λεπτότητα πνεύματος.
-
13 миниатюрность
-и θ.λεπτότητα• μικρότητα• σμικρότητα•миниатюрность рук λεπτότητα (το λεπτοκαμωμένο) των χεριών.
-
14 тонкость
-и θ.1. λεπτότητα.2. μτφ. οξύτητα.3. μτφ. ευστροφία, ευφυΐα, οξύνοια.4. μτφ. αβρότητα, λεπτότητα τρόπων, τακτ.5. πλθ. -и λεπτομέρειες, μερικότητες.εκφρ.до -и, в -и – λεπτομερέστατα, με το νί και με το σίγμα. -
15 λεπτότης
λεπτότης, ητος, ἡ, Dünnheit, Schmächtigkeit, Magerkeit, Ggstz πάχος, Plat. Tim. 85 c u. öfter; Arist. H. A. 2, 17; σώματος λεπτότητα καὶ αἶσχος Plat. Legg. I, 646 b; von Kleidern, Feinheit, καὶ μαλακότης D. Sic. 5, 46. – Uebertr., Feinheit im Denken, Scharfsinn, τῶν φρενῶν Ar. Nubb. 153; σχεδὸν ἀνέφικτα ὑπὸ λεπτότητος Luc. bis accus. 2.
-
16 тонина
текст. η λεπτότητα της εγκάρσιας κλωστής ύφανσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тонина
-
17 вежливость
вежлив||остьж ἡ εὐγένεια, ἡ λεπτότητα, ἡ φιλοφροσύνη, ἡ ἀβρότητα. -
18 деликатно
деликат||нонареч ντελικάτα, μέ λεπτότητα. -
19 деликатность
деликат||ностьж ἡ λεπτότητα [-ης], ἡ ἀβρότητα [-ης]. -
20 изнеженность
изнеж||енностьж ἡ ἀπαλοτητα [-ης], ἡ λεπτότητα [-ης], ἡ ἀβρότητα [-ης] / ἡ ἐκθήλυνση [-ις], ἡ μαλθακότητα [-ης], ἡ θηλυ-πρέπεια (о мужчине).
См. также в других словарях:
λεπτότητα — η (AM λεπτότης, ητος) [λεπτός] 1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία 2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της») 3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ… … Dictionary of Greek
λεπτότητα — η η ιδιότητα του να είναι κανείς λεπτός, η ευγένεια: Η λεπτότητά του τον κάνει αγαπητό στις γυναίκες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτότητα — λεπτότης thinness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
αβρότητα — η (Α ἁβρότης) [ἁβρὸς] 1. λεπτότητα, χάρη, απαλότητα, τρυφερότητα 2. η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγενική συμπεριφορά αρχ. λαμπρότητα, πολυτέλεια … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
είρωνας — ο και είρων, ο, η (AM εἴρων) αυτός που προσποιείται ότι πιστεύει κάτι με απώτερο σκοπό να τό ανασκευάσει, κοροϊδεύει με λεπτότητα νεοελλ. αυτός που μιλά ή γράφει με περιπαιχτική διάθεση, κοροϊδεύει τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες τών άλλων αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek